- ἐγγύτερα
- ἐγγύτεροςnearerneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δει — (AM δεῑ) (απρόσ. ρήμα) Ι. φρ. 1. «πολλοῡ δεῑ», «πολλοῡ γε καὶ δεῑ» απέχει πολύ, είναι πολύ μακριά από το να..., κατ ουδένα τρόπο 2. «ὀλίγου ή μικροῡ δεῑ ή ἐδέησε» παρά λίγο, λίγο έλειψε να... νεοελλ. φρ. «εδέησε να...» κατορθώθηκε επιτέλους να … Dictionary of Greek
στυλοπόδιο — το, Ν βιολ. το εγγύτερα στον κορμό τμήμα τών μελών τών τετράποδων σπονδυλοζώων … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… … Dictionary of Greek
Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… … Dictionary of Greek
ραδιοαστέρες — (Αστρον.). Πηγές ραδιοκυμάτων που καταλαμβάνουν σαφώς καθορισμένες ζώνες του ουράνιου χώρου και διαφέρουν από τον γαλαξιακό θόρυβο (ραδιοαστρονομία), δεδομένου ότι αυτός εμφανίζεται ομοιόμορφα κατανεμημένος. Ακόμα και σήμερα δεν είμαστε σε θέση… … Dictionary of Greek
χαμηλώνω — χαμήλωσα, χαμηλωμένος 1. κάνω κάτι χαμηλό, το κατεβάζω: Έκοψε τα πόδια του τραπεζιού για να το χαμηλώσει. 2. ελαττώνω κάτι κατά το ποσό ή κατά την ένταση: Χαμήλωσε τα φώτα. 3. έρχομαι εγγύτερα προς το έδαφος, γίνομαι πιο κοντός, σκύβω: Να… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)